Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

Το τέλος της δανειστικής οικονομίας Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ

Το τέλος της δανειστικής οικονομίας

Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ

 

Με την κρίση των στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου στις ΗΠΑ από το καλοκαίρι του 2007, ήλθε στο φως το πρόβλημα της δραματικής υπερχρέωσης όλων ανεξαιρέτως των συντελεστών της αμερικανικης οικονομίας σε σχέση με τα εισοδήματά τους.

Εκτός από τον κρατικό δανεισμό, που έχει υπερβεί κάθε προηγούμενη επίδοση στην ιστορία, υπάρχει και ο ιδιωτικός δανεισμός, που ήδη υπερβαίνει 300% του αμερικανικού εθνικού εισοδήματος. Αδοξη κατάρρευση του οικονομικού υποδείγματος που προβαλλόταν ως «μοναδικό» και «ενάρετο» έναντι του υπόλοιπου κόσμου.

Παρόμοια κατάρρευση μέσα στην υπερχρέωση όλων των συντελεστών επιβεβαιώνεται και για το δεύτερο «μοναδικό» και «ενάρετο» οικονομικό υπόδειγμα, το βρετανικό, με αυθεντικές περγαμηνές από την εποχή της κυρίας Θάτσερ. Σε πρόσφατο άρθρο τους, οι «Τάιμς του Λονδίνου» διαπιστώνουν έντρομοι ότι το συνολικό χρέος των βρετανικών επιχειρήσεων, των καταναλωτών και του Δημοσίου υπερβαίνει 300% του βρετανικού εθνικού εισοδήματος (1). «Σε τελική ανάλυση, διευκρινίζει η εφημερίδα, κατά την τελευταία δεκαετία, αυτό που κάναμε δεν ήταν παρά να δανειζόμαστε, να δανειζόμαστε και να δανειζόμαστε διαρκώς ακόμη περισσότερο». Το εξωτερικό χρέος των βρετανικών τραπεζών από 1100 δισ. λίρες το 1997, ανήλθε σε 4.400 δισ. το 2008. Το έλλειμμα εγχώριας αποταμίευσης στη Βρετανια είναι σήμερα ακόμη μεγαλύτερο και από εκείνο των ΗΠΑ. «Για να μιλήσουμε ωμά», υπογραμμίζει ο βρετανός αρθρογράφος, «η ευημερία μας βασίσθηκε στην εξαθλίωση των κινέζων εργαζομένων, οι οποιοι φυτοζωούν, υπό τον καταναγκασμό να "αποταμιεύουν" ένα τεράστιο μέρος του εθνικού εισοδήματος τους και με αυτό να χρηματοδοτούν μέσω δανεισμού την αμερικανική και βρετανική ευημερία».

Μια βασική αιτία της σημερινής οικονομικής κρίσης είναι η διεθνής ανισορροπία, που εκφράζεται με την υπεραποταμίευση στην Ανατολή, την υπερχρέωση και τον υπερκαταναλωτισμό στη Δύση. Σύμφωνα με τον Ζου Ξιάοσουαν, διοικητή της Κινεζικης Κεντρικής Τράπεζας, πρέπει στο εξής η Δύση να μειώσει την κατανάλωσή της και ν' αυξήσει την αποταμίευσή της, ώστε να μειώσει τα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών της για να δανείζεται λιγότερο από την Ανατολή. Αυτό συνεπάγεται συρρίκνωση του επιπέδου ευημερίας στις δυτικές οικονομίες. Αραγε κάτι τέτοιο είναι ρεαλιστικό και εφικτό; Και πόση άραγε πρέπει να είναι η απαιτούμενη μείωση ευημερίας, ώστε οι δυτικές οικονομίες να επαναλειτουργήσουν;

Οπως έχει δείξει από το 1933 ο Ερβιν Φίσερ, ο υπερδανεισμός αποτελεί «τελεια παγίδα», για το σύνολο των οικονομικών θεωριών και σχολών: όταν αρχίσει η ύφεση, τα εισοδήματα μειώνονται, ενώ τα χρέη παραμένουν σταθερά και συνεπώς αυξάνονται ως ποσοστό των εισοδημάτων, ώστε η αποπληρωμή ν' αποβαίνει δυσχερέστερη και αδύνατη(2). Οταν οι οφειλέτριες επιχειρήσεις και τράπεζες αδυνατούν ν' αποπληρώσουν τα χρέη τους με βάση τα συρρικνούμενα εισοδήματά τους, τότε καταφεύγουν στην εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, πράγμα που ισχύει επίσης για τα νοικοκυριά και το Δημόσιο και συνεπώς για ολόκληρη την οικονομία: σήμερα η οικονομία «τρώει τις σάρκες της» για ν' αποπληρώνει χρέη που δημιούργησε κατά την προηγούμενη περίοδο. Η πτωτική πορεία της οικονομίας οδηγεί την αγορά των δανείων σε κατάρρευση, στο μέτρο που δεν υπάρχουν πλέον «φερέγγυοι» οφειλέτες. Ομως, όσο συνεχίζεται η πτώση τιμών των ακινήτων, των μετοχών, των πρώτων υλών, των ενεργειακών προϊόντων και των περιουσιακών στοιχείων, δεν αναμένεται ανάκαμψη της προσφοράς δανείων.

Η επανεκκίνηση της πιστωτικής λειτουργίας και συνεπώς η έξοδος από την ύφεση και η ανάκαμψη της οικονομίας δεν θ' αρχίσουν πραγματικά παρά μόνον όταν η πτώση τιμών και το φαινόμενο του αντιπληθωρισμού (deflation), που μόλις άρχισε, εξαντλήσει την πτωτική δυναμική του. Επί του παρόντος, οι ενδείξεις δείχνουν ότι η καθοδική πορεία της οικονομίας συνεχίζεται σε όλες τις δυτικές χώρες και μάλιστα η πτώση είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερος ήταν για κάθε οικονομία ο βαθμός του υπερδανεισμού της σε σχέση με το εθνικό της εισόδημα.

Σύμφωνα με τον Αμερικανό Νούριελ Ρουμπίνι από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, κατά το έτος 2009, η αμερικανική οικονομία θα εισέλθει στη χειρότερη ύφεση της τελευταίας 50ετίας. Η ύφεση αποδίδεται στο τεράστιο μέγεθος της πιστωτικής φούσκας που είχε σχηματισθεί, ιδίως κατά την τελευταία δεκαετία. Σήμερα, η φούσκα έχει σπάσει και ξεφουσκώνει, υποχρεώνοντας την οικονομία σε απότομη αναγκαστική προσγείωση. Λόγω της προηγούμενης γενίκευσης του αμερικανικού υποδείγματος σε ολόκληρο τον πλανήτη, η σημερινή ύφεση λαμβάνει μοιραία παγκόσμιες διαστάσεις. Ο ρυθμός της αμερικανικής οικονομίας προβλέπεται αρνητικός μέχρι το τέλος του 2009, ενώ της παγκόσμιας θα παραμείνει περίπου μηδενικός, με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθούν παύσεις πληρωμών, χρεοκοπίες και η παγκόσμια ανεργία να αυξηθεί ακόμη περισσότερο.

Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Σίλερ, από το Πανεπιστήμιο Γέιλ, υπάρχουν σήμερα πολλές ομοιότητες με την περίοδο που προηγήθηκε της Μεγάλης Υφεσης του 1930. Οι διακυμάνσεις των σημερινών χρηματιστηριακών μεταπτώσεων παραμένουν οξύτατες και δεν συγκρίνονται παρά μόνον με εκείνες της δεκαετίας 1920-1930. Δεύτερον, συνεχίζεται και βαθαίνει η κρίση των στεγαστικών δανείων, όπως και κατά το 1930. Τρίτον, τα μηδενικά επιτόκια της κεντρικής τράπεζας και η συναφής «παγίδα ρευστοτητος», δηλαδή η αδυναμία επανεκκίνησης της οικονομικής διαδικασίας, που διαπιστώνεται σήμερα, όπως και κατά το 1930. Η οικονομία αποβαίνει σήμερα ευάλωτη, στο μέτρο που το κεφάλαιο της εμπιστοσύνης έχει κλονισθεί και αυτό είναι το δυσκολότερο πράγμα που μπορεί ν' αποκατασταθεί.

Στην ουσία, χρεοκοπεί σήμερα το υπόδειγμα που εισήγαγαν οι Θάτσερ και Ρέιγκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980-1990, δηλαδή η ιδέα του ελέγχου της οικονομίας με περιοριστικές νομισματικές πολιτικές. Με τον περιορισμό της επίσημης προσφοράς χρήματος, η οικονομία επιβραδύνθηκε μεν, αλλά προσέφυγε σε χρηματοδοτήσεις άλλων μορφών: είτε χρηματιστηριακών παραγώγων είτε εξωτερικού δανεισμού.

Ο μονεταριστικος έλεγχος προκάλεσε στην ουσία το φαινόμενο της «δανειστικής οικονομίας», ήδη από τη δεκαετία του 1980, που σήμερα εκρήγνυται. Επειτα από μια περίοδο φαινομενικής και επίπλαστης ευημερίας, που βασίσθηκε στις εισοδηματικές ανισότητες και στον δανεισμό, η οικονομία ξεφουσκώνει και επιστρέφει στα ανεπίλυτα προβλήματα του 1970-1980, από τα οποία, παρά τις διακηρύξεις των ιδεολόγων του νεοσυντηρητισμού, αποκαλύπτεται σήμερα ότι δεν είχε ποτέ κατορθώσει ν' απομακρυνθεί. Η αποτυχία του μονεταρισμού δεν αποτελεί θεωρητικό ζήτημα, αλλά προκύπτει από τον απολογισμό των τριών τελευταίων δεκαετιών.

(1) Βλ «The Times», 9 Δεκεμβρίου 2008.

(2) Βλ. Ι. FISCHER, The Debt-Deflation Theory, Economica (1933).
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ - 28/12/2008


Copyright © 2008 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.



Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;